ρεγουλάρω

ρεγουλάρω
και ρεγολάρω Ν
τακτοποιώ, ρυθμίζω, κανονίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. regolar < λατ. regulo «κανονίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ρεγουλάρω — ρεγουλάρω, ρεγουλάρισα, ρεγουλαρισμένος βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ρεγουλάρω — ισα και α, ίστηκα, ισμένος, κανονίζω, ρυθμίζω: Άφησε στο γκαράζ το αυτοκίνητο, για να ρεγουλάρουν τη μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρεγουλάρισμα — το, Ν [ρεγουλάρω] ρύθμιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”